Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παίζω στο (θεατρικό) έργο

  • 1 играть

    играть в разн. знач. παίζω \играть в футбол παίζω ποδόσφαι ρο \играть на скрипке παίζω βιολί \играть в спектакле παίζω στο (θεατρικό) έργο
    * * *
    в разн. знач.

    игра́ть в футбо́л — παίζω ποδόσφαιρο

    игра́ть на скри́пке — παίζω βιολί

    игра́ть в спекта́кле — παίζω στο (θεατρικό) έργο

    Русско-греческий словарь > играть

  • 2 разыграть

    ρ.σ.μ.
    1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).
    2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•

    разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•

    хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•

    разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•

    разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.

    3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...
    4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.
    5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.
    1. παίζω•

    дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.

    || προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.
    2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.
    3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•

    -лся скандал ξέσπασε καβγάς•

    разыграть бой έγινε μάχη•

    буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.

    Большой русско-греческий словарь > разыграть

  • 3 доиграть

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доигранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αποπαίζω, αποτελειώνω το παιγνίδι, παίζω ως το τέλος•

    доиграть пьесу παίζω ως το τέλος το θεατρικό έργο•

    доиграть партию в шахматы παίζω ως το τέλος την παρτίδα στο σκάκι.

    1. παίζω ώσπου•

    дети доигрались до ссоры τα παιδιά έπαιξαν τόσο που στο τέλος μάλωσαν.

    2. μτφ. την παθαίνω, την πατώ•

    вот и -лся! 'να που την πάτησες!

    Большой русско-греческий словарь > доиграть

  • 4 заиграть

    ρ.σ.μ.
    1. φθείρω παίζοντας-- пластинку φθείρω το δίσκο•

    заиграть карты φθείρω τα παιγνιόχαρτα.

    2. παραπαίζω•

    заиграть пьесу παραπαί-ζω θεατρικό έργο.

    3. αρχίζω να παίζω.
    ξεχνιέμαι στο παιχνίδι..

    Большой русско-греческий словарь > заиграть

См. также в других словарях:

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… …   Dictionary of Greek

  • ρόλος — ο (λ. γαλλ.) 1. κύλινδρος χαρτιού. 2. το μέρος ή το πρόσωπο το οποίο υποδύεται κάποιος σε θεατρικό έργο: Ήταν περίφημος στο ρόλο του Οιδίποδα. 3. «παίζω ρόλο» σε κάτι, σημαίνει έχω σημαντική επίδραση ή συμμετοχή σε κάτι: Στη νεότερη ελληνική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»